Δοσίθεοι

Δοσίθεοι
Δοσίθεος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • богодавьци — БОГОДАВЬЦ|И (1*), Ь с. мн. Принадлежащие к ереси досифеян, основанной Досифеем в Самарии в I в. н. э.: Б҃одавьци тѣми же обычаи. ацѣми же и самарѩне живоуще. (δοσίϑεοι) КЕ XII, 251б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δοσιθεανοί — Χριστιανοί αιρετικοί γνωστοί και ως Δοσίθεοι ή Δοσθηνοί. Ονομάστηκαν έτσι από τον αρχηγό τους Δοσίθεο ή Δόσθο και αποτελούσαν μία από τις τέσσερις αιρέσεις των Σαμαρειτών. Οι Δ. τηρούσαν την αργία του Σαββάτου, εφάρμοζαν την περιτομή και νήστευαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”